- ιχθυόλη
- ἡουσία παραγόμενη με επεξεργασία βιτουμενιούχων απολιθωμάτων ψαριών και χρησιμοποιούμενη για την παρασκευή φαρμάκων τής δερματολογίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό, πρβλ. γαλλ. ichtyol < ichty- (πρβλ. ιχθυ[ο]-) + ol].
Dictionary of Greek. 2013.